- υδροχρωματισμός
- ο, Ν [υδροχρωματίζω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υδροχρωματίζω2. επικάλυψη επιφανειών με υδρόχρωμα για προστασία της αντίστοιχης επιφάνειας από την υγρασία αλλά και για αισθητικούς λόγους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδροχρωματισμός — ο η επικάλυψη επιφανειών με υδρόχρωμα (βλ. λ., 2, 3) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδροχρωμάτιση — η, Ν [υδροχρωματίζω] ο υδροχρωματισμός … Dictionary of Greek
υδροχρωμάτισμα — το, Ν [υδροχρωματίζω] ο υδροχρωματισμός … Dictionary of Greek
υδροχρωμάτισμα — το, ατος υδροχρωματισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)